Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁδύγλωσσος
ἁδυεπής
ἁδύλογος
ἁδυμελής
ἀδυναμέω
ἀδυναμία
ἀδύναμος
ἀδυνασία
ἀδυναστί
ἀδυνατέω
ἀδύνατος
ἀδυνατόω
ἁδύπνοος
ἀδυσκόλως
ἀδυσώπητος
ἄδυτον
ἄδυτος
ἀδώμητος
Ἀδωνάρια
Ἀδώνειος
Ἀδώνια
View word page
ἀδύνατος
unable, impossible
ShortDef
unable, impossible
Debugging
Headword:
ἀδύνατος
Headword (normalized):
ἀδύνατος
Headword (normalized/stripped):
αδυνατος
IDX:
1322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1323
Key:
Data
{'content': 'unable, impossible'}