Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀριστοπολιτευτής
ἀριστοπόνος
ἀριστοπόσεια
ἀριστόποσις
ἄριστος
ἀριστοσαλπιγκτής
Ἀριστοτέλης
Ἀριστοτελίζω
ἀριστοτέχνας
ἀριστοτέχνης
ἀριστοτόκος
ἀριστότοκος
Ἀριστοφάνειος
Ἀριστοφάνης
ἀριστοφόρον
ἀριστοφυής
Ἀριστοφῶν
ἀριστόχαλκος
ἀριστόχειρ
ἀριστοχειρουργός
ἀριστώδιν
View word page
ἀριστοτόκος
bearing the best children
ShortDef
bearing the best children
Debugging
Headword:
ἀριστοτόκος
Headword (normalized):
ἀριστοτόκος
Headword (normalized/stripped):
αριστοτοκος
IDX:
13218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13219
Key:
Data
{'content': 'bearing the best children'}