Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀριστοποιέω
ἀριστοποιΐα
ἀριστοπολιτευτής
ἀριστοπόνος
ἀριστοπόσεια
ἀριστόποσις
ἄριστος
ἀριστοσαλπιγκτής
Ἀριστοτέλης
Ἀριστοτελίζω
ἀριστοτέχνας
ἀριστοτέχνης
ἀριστοτόκος
ἀριστότοκος
Ἀριστοφάνειος
Ἀριστοφάνης
ἀριστοφόρον
ἀριστοφυής
Ἀριστοφῶν
ἀριστόχαλκος
ἀριστόχειρ
View word page
ἀριστοτέχνας
of surpassing skill

ShortDef

of surpassing skill

Debugging

Headword:
ἀριστοτέχνας
Headword (normalized):
ἀριστοτέχνας
Headword (normalized/stripped):
αριστοτεχνας
IDX:
13216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13217
Key:

Data

{'content': 'of surpassing skill'}