Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀριστοπάτρα
ἀριστοποιέω
ἀριστοποιΐα
ἀριστοπολιτευτής
ἀριστοπόνος
ἀριστοπόσεια
ἀριστόποσις
ἄριστος
ἀριστοσαλπιγκτής
Ἀριστοτέλης
Ἀριστοτελίζω
ἀριστοτέχνας
ἀριστοτέχνης
ἀριστοτόκος
ἀριστότοκος
Ἀριστοφάνειος
Ἀριστοφάνης
ἀριστοφόρον
ἀριστοφυής
Ἀριστοφῶν
ἀριστόχαλκος
View word page
Ἀριστοτελίζω
follow

ShortDef

follow

Debugging

Headword:
Ἀριστοτελίζω
Headword (normalized):
ἀριστοτελίζω
Headword (normalized/stripped):
αριστοτελιζω
IDX:
13215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13216
Key:

Data

{'content': 'follow'}