Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀριστόνοος
Ἀριστόξενος
ἀριστοπάλας
ἀριστοπάτρα
ἀριστοποιέω
ἀριστοποιΐα
ἀριστοπολιτευτής
ἀριστοπόνος
ἀριστοπόσεια
ἀριστόποσις
ἄριστος
ἀριστοσαλπιγκτής
Ἀριστοτέλης
Ἀριστοτελίζω
ἀριστοτέχνας
ἀριστοτέχνης
ἀριστοτόκος
ἀριστότοκος
Ἀριστοφάνειος
Ἀριστοφάνης
ἀριστοφόρον
View word page
ἄριστος
best
ShortDef
best
Debugging
Headword:
ἄριστος
Headword (normalized):
ἄριστος
Headword (normalized/stripped):
αριστος
IDX:
13212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13213
Key:
Data
{'content': 'best'}