Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄριστον
Ἀριστόνικος
ἀριστόνικος
ἀριστόνοος
Ἀριστόξενος
ἀριστοπάλας
ἀριστοπάτρα
ἀριστοποιέω
ἀριστοποιΐα
ἀριστοπολιτευτής
ἀριστοπόνος
ἀριστοπόσεια
ἀριστόποσις
ἄριστος
ἀριστοσαλπιγκτής
Ἀριστοτέλης
Ἀριστοτελίζω
ἀριστοτέχνας
ἀριστοτέχνης
ἀριστοτόκος
ἀριστότοκος
View word page
ἀριστοπόνος
working excellently

ShortDef

working excellently

Debugging

Headword:
ἀριστοπόνος
Headword (normalized):
ἀριστοπόνος
Headword (normalized/stripped):
αριστοπονος
IDX:
13209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13210
Key:

Data

{'content': 'working excellently'}