Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀριστολόχεια
ἀριστόλοχος
ἀριστόμαντις
Ἀριστόμαχος
ἀριστόμαχος
Ἀριστομένης
ἄριστον
Ἀριστόνικος
ἀριστόνικος
ἀριστόνοος
Ἀριστόξενος
ἀριστοπάλας
ἀριστοπάτρα
ἀριστοποιέω
ἀριστοποιΐα
ἀριστοπολιτευτής
ἀριστοπόνος
ἀριστοπόσεια
ἀριστόποσις
ἄριστος
ἀριστοσαλπιγκτής
View word page
Ἀριστόξενος
Aristoxenus

ShortDef

Aristoxenus

Debugging

Headword:
Ἀριστόξενος
Headword (normalized):
ἀριστόξενος
Headword (normalized/stripped):
αριστοξενος
IDX:
13203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13204
Key:

Data

{'content': 'Aristoxenus'}