Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀβραάμ
ἀβραμύας
ἄβραχος
ἀβριθής
ἄβρικτος
ἁβροβάτης
ἁβρόβιος
ἁβρόγοος
ἁβρόδαις
ἁβροδίαιτα
ἁβροδίαιτος
ἁβροείμων
ἁβροκόμης
ἀβρόμιος
ἁβρομίτρης
ἄβρομος
ἁβροπάρθενοι
ἁβροπέδιλος
ἁβροπενθής
ἁβροπέτηλος
ἁβρόπηνος
View word page
ἁβροδίαιτος
living delicately

ShortDef

living delicately

Debugging

Headword:
ἁβροδίαιτος
Headword (normalized):
ἁβροδίαιτος
Headword (normalized/stripped):
αβροδιαιτος
IDX:
131
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-132
Key:

Data

{'content': 'living delicately'}