Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀριστογόνος
ἀριστόγονος
ἀριστόδειπνον
Ἀριστόδημος
ἀριστόκαρπος
Ἀριστοκλῆς
ἀριστοκρατέομαι
ἀριστοκράτης
Ἀριστοκράτης
ἀριστοκρατία
ἀριστοκρατικός
Ἀριστόκριτος
ἀριστολόχεια
ἀριστόλοχος
ἀριστόμαντις
Ἀριστόμαχος
ἀριστόμαχος
Ἀριστομένης
ἄριστον
Ἀριστόνικος
ἀριστόνικος
View word page
ἀριστοκρατικός
aristocratical

ShortDef

aristocratical

Debugging

Headword:
ἀριστοκρατικός
Headword (normalized):
ἀριστοκρατικός
Headword (normalized/stripped):
αριστοκρατικος
IDX:
13191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13192
Key:

Data

{'content': 'aristocratical'}