Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἅδρυνσις
ἁδρύνω
ἄδρυπτος
ἀδρύφακτος
ἁδύγλωσσος
ἁδυεπής
ἁδύλογος
ἁδυμελής
ἀδυναμέω
ἀδυναμία
ἀδύναμος
ἀδυνασία
ἀδυναστί
ἀδυνατέω
ἀδύνατος
ἀδυνατόω
ἁδύπνοος
ἀδυσκόλως
ἀδυσώπητος
ἄδυτον
ἄδυτος
View word page
ἀδύναμος
weak
ShortDef
weak
Debugging
Headword:
ἀδύναμος
Headword (normalized):
ἀδύναμος
Headword (normalized/stripped):
αδυναμος
IDX:
1318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1319
Key:
Data
{'content': 'weak'}