Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀριστόβουλος
ἀριστόβουλος
Ἀριστογαλατίας
Ἀριστογείτων
ἀριστογένεθλος
Ἀριστογένης
ἀριστογόνος
ἀριστόγονος
ἀριστόδειπνον
Ἀριστόδημος
ἀριστόκαρπος
Ἀριστοκλῆς
ἀριστοκρατέομαι
ἀριστοκράτης
Ἀριστοκράτης
ἀριστοκρατία
ἀριστοκρατικός
Ἀριστόκριτος
ἀριστολόχεια
ἀριστόλοχος
ἀριστόμαντις
View word page
ἀριστόκαρπος
bearing fairest fruit

ShortDef

bearing fairest fruit

Debugging

Headword:
ἀριστόκαρπος
Headword (normalized):
ἀριστόκαρπος
Headword (normalized/stripped):
αριστοκαρπος
IDX:
13185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13186
Key:

Data

{'content': 'bearing fairest fruit'}