Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀριστίζω
ἀριστίνδην
Ἀρίστιππος
ἀριστόβιος
Ἀριστοβούλη
Ἀριστόβουλος
ἀριστόβουλος
Ἀριστογαλατίας
Ἀριστογείτων
ἀριστογένεθλος
Ἀριστογένης
ἀριστογόνος
ἀριστόγονος
ἀριστόδειπνον
Ἀριστόδημος
ἀριστόκαρπος
Ἀριστοκλῆς
ἀριστοκρατέομαι
ἀριστοκράτης
Ἀριστοκράτης
ἀριστοκρατία
View word page
Ἀριστογένης
Aristogenes
ShortDef
Aristogenes
Debugging
Headword:
Ἀριστογένης
Headword (normalized):
ἀριστογένης
Headword (normalized/stripped):
αριστογενης
IDX:
13180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13181
Key:
Data
{'content': 'Aristogenes'}