Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀριστευτής
ἀριστευτικός
ἀριστεύω
ἀριστέφανος
ἀριστητήριον
ἀριστητής
ἀριστητικός
ἀριστίζω
ἀριστίνδην
Ἀρίστιππος
ἀριστόβιος
Ἀριστοβούλη
Ἀριστόβουλος
ἀριστόβουλος
Ἀριστογαλατίας
Ἀριστογείτων
ἀριστογένεθλος
Ἀριστογένης
ἀριστογόνος
ἀριστόγονος
ἀριστόδειπνον
View word page
ἀριστόβιος
living best

ShortDef

living best

Debugging

Headword:
ἀριστόβιος
Headword (normalized):
ἀριστόβιος
Headword (normalized/stripped):
αριστοβιος
IDX:
13173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13174
Key:

Data

{'content': 'living best'}