Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρίστευμα
Ἀριστεύς
ἀριστεύς
ἀριστευτής
ἀριστευτικός
ἀριστεύω
ἀριστέφανος
ἀριστητήριον
ἀριστητής
ἀριστητικός
ἀριστίζω
ἀριστίνδην
Ἀρίστιππος
ἀριστόβιος
Ἀριστοβούλη
Ἀριστόβουλος
ἀριστόβουλος
Ἀριστογαλατίας
Ἀριστογείτων
ἀριστογένεθλος
Ἀριστογένης
View word page
ἀριστίζω
to give one breakfast

ShortDef

to give one breakfast

Debugging

Headword:
ἀριστίζω
Headword (normalized):
ἀριστίζω
Headword (normalized/stripped):
αριστιζω
IDX:
13170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13171
Key:

Data

{'content': 'to give one breakfast'}