Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀριστερόχειρ
ἀρίστευμα
Ἀριστεύς
ἀριστεύς
ἀριστευτής
ἀριστευτικός
ἀριστεύω
ἀριστέφανος
ἀριστητήριον
ἀριστητής
ἀριστητικός
ἀριστίζω
ἀριστίνδην
Ἀρίστιππος
ἀριστόβιος
Ἀριστοβούλη
Ἀριστόβουλος
ἀριστόβουλος
Ἀριστογαλατίας
Ἀριστογείτων
ἀριστογένεθλος
View word page
ἀριστητικός
fond of one's breakfast

ShortDef

fond of one's breakfast

Debugging

Headword:
ἀριστητικός
Headword (normalized):
ἀριστητικός
Headword (normalized/stripped):
αριστητικος
IDX:
13169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13170
Key:

Data

{'content': "fond of one's breakfast"}