Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀριστεραχόθεν
ἀριστερομάχος
ἀριστερόπηρος
ἀριστερός
ἀριστεροστάτης
ἀριστερόχειρ
ἀρίστευμα
Ἀριστεύς
ἀριστεύς
ἀριστευτής
ἀριστευτικός
ἀριστεύω
ἀριστέφανος
ἀριστητήριον
ἀριστητής
ἀριστητικός
ἀριστίζω
ἀριστίνδην
Ἀρίστιππος
ἀριστόβιος
Ἀριστοβούλη
View word page
ἀριστευτικός
of, belonging to valiant deeds
ShortDef
of, belonging to valiant deeds
Debugging
Headword:
ἀριστευτικός
Headword (normalized):
ἀριστευτικός
Headword (normalized/stripped):
αριστευτικος
IDX:
13164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13165
Key:
Data
{'content': 'of, belonging to valiant deeds'}