Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀριστεῖα
Ἀριστείδης
ἀριστεῖον
ἀριστεῖος
ἀριστεραχόθεν
ἀριστερομάχος
ἀριστερόπηρος
ἀριστερός
ἀριστεροστάτης
ἀριστερόχειρ
ἀρίστευμα
Ἀριστεύς
ἀριστεύς
ἀριστευτής
ἀριστευτικός
ἀριστεύω
ἀριστέφανος
ἀριστητήριον
ἀριστητής
ἀριστητικός
ἀριστίζω
View word page
ἀρίστευμα
deed of prowess
ShortDef
deed of prowess
Debugging
Headword:
ἀρίστευμα
Headword (normalized):
ἀρίστευμα
Headword (normalized/stripped):
αριστευμα
IDX:
13160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13161
Key:
Data
{'content': 'deed of prowess'}