Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀριστεία
ἀριστεῖα
Ἀριστείδης
ἀριστεῖον
ἀριστεῖος
ἀριστεραχόθεν
ἀριστερομάχος
ἀριστερόπηρος
ἀριστερός
ἀριστεροστάτης
ἀριστερόχειρ
ἀρίστευμα
Ἀριστεύς
ἀριστεύς
ἀριστευτής
ἀριστευτικός
ἀριστεύω
ἀριστέφανος
ἀριστητήριον
ἀριστητής
ἀριστητικός
View word page
ἀριστερόχειρ
left-handed

ShortDef

left-handed

Debugging

Headword:
ἀριστερόχειρ
Headword (normalized):
ἀριστερόχειρ
Headword (normalized/stripped):
αριστεροχειρ
IDX:
13159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13160
Key:

Data

{'content': 'left-handed'}