Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀριστάω
ἀριστεία
ἀριστεῖα
Ἀριστείδης
ἀριστεῖον
ἀριστεῖος
ἀριστεραχόθεν
ἀριστερομάχος
ἀριστερόπηρος
ἀριστερός
ἀριστεροστάτης
ἀριστερόχειρ
ἀρίστευμα
Ἀριστεύς
ἀριστεύς
ἀριστευτής
ἀριστευτικός
ἀριστεύω
ἀριστέφανος
ἀριστητήριον
ἀριστητής
View word page
ἀριστεροστάτης
standing on the left

ShortDef

standing on the left

Debugging

Headword:
ἀριστεροστάτης
Headword (normalized):
ἀριστεροστάτης
Headword (normalized/stripped):
αριστεροστατης
IDX:
13158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13159
Key:

Data

{'content': 'standing on the left'}