Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρίσταρχος
ἀριστάφυλος
ἀριστάω
ἀριστεία
ἀριστεῖα
Ἀριστείδης
ἀριστεῖον
ἀριστεῖος
ἀριστεραχόθεν
ἀριστερομάχος
ἀριστερόπηρος
ἀριστερός
ἀριστεροστάτης
ἀριστερόχειρ
ἀρίστευμα
Ἀριστεύς
ἀριστεύς
ἀριστευτής
ἀριστευτικός
ἀριστεύω
ἀριστέφανος
View word page
ἀριστερόπηρος
paralysed on the left side
ShortDef
paralysed on the left side
Debugging
Headword:
ἀριστερόπηρος
Headword (normalized):
ἀριστερόπηρος
Headword (normalized/stripped):
αριστεροπηρος
IDX:
13156
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13157
Key:
Data
{'content': 'paralysed on the left side'}