Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀρισταγόρας
ἀρίσταθλος
Ἀρισταῖος
ἀρισταλκής
Ἀριστάρχειος
ἀρισταρχέω
Ἀρίσταρχος
ἀρίσταρχος
ἀριστάφυλος
ἀριστάω
ἀριστεία
ἀριστεῖα
Ἀριστείδης
ἀριστεῖον
ἀριστεῖος
ἀριστεραχόθεν
ἀριστερομάχος
ἀριστερόπηρος
ἀριστερός
ἀριστεροστάτης
ἀριστερόχειρ
View word page
ἀριστεία
excellence, prowess

ShortDef

excellence, prowess

Debugging

Headword:
ἀριστεία
Headword (normalized):
ἀριστεία
Headword (normalized/stripped):
αριστεια
IDX:
13149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13150
Key:

Data

{'content': 'excellence, prowess'}