Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀδρούμητος
ἁδρόχωρον
ἄδρυα
ἀδρυάς
ἅδρυνσις
ἁδρύνω
ἄδρυπτος
ἀδρύφακτος
ἁδύγλωσσος
ἁδυεπής
ἁδύλογος
ἁδυμελής
ἀδυναμέω
ἀδυναμία
ἀδύναμος
ἀδυνασία
ἀδυναστί
ἀδυνατέω
ἀδύνατος
ἀδυνατόω
ἁδύπνοος
View word page
ἁδύλογος
sweetly speaking

ShortDef

sweetly speaking

Debugging

Headword:
ἁδύλογος
Headword (normalized):
ἁδύλογος
Headword (normalized/stripped):
αδυλογος
IDX:
1314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1315
Key:

Data

{'content': 'sweetly speaking'}