Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁδροτής
Ἀδρούμητος
ἁδρόχωρον
ἄδρυα
ἀδρυάς
ἅδρυνσις
ἁδρύνω
ἄδρυπτος
ἀδρύφακτος
ἁδύγλωσσος
ἁδυεπής
ἁδύλογος
ἁδυμελής
ἀδυναμέω
ἀδυναμία
ἀδύναμος
ἀδυνασία
ἀδυναστί
ἀδυνατέω
ἀδύνατος
ἀδυνατόω
View word page
ἁδυεπής
with sweet voice

ShortDef

with sweet voice

Debugging

Headword:
ἁδυεπής
Headword (normalized):
ἁδυεπής
Headword (normalized/stripped):
αδυεπης
IDX:
1313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1314
Key:

Data

{'content': 'with sweet voice'}