Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρίμηλον
Ἄριμοι
Ἀριοβαρζάνης
Ἀριόμαρδος
Ἄριος
ἀρίπικρος
ἀριπρέπεια
ἀριπρεπής
ἀρίς
ἄρις
ἀρίσαρον
Ἀρίσβας
Ἀρίσβη
ἀρίσημος
ἀρισθάρματος
ἀρισκυδής
Ἀρισταγόρας
ἀρίσταθλος
Ἀρισταῖος
ἀρισταλκής
Ἀριστάρχειος
View word page
ἀρίσαρον
hooded arum, Arisarum vulgare
ShortDef
hooded arum, Arisarum vulgare
Debugging
Headword:
ἀρίσαρον
Headword (normalized):
ἀρίσαρον
Headword (normalized/stripped):
αρισαρον
IDX:
13133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13134
Key:
Data
{'content': 'hooded arum, Arisarum vulgare'}