Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁδρόσφαιρος
ἁδροτής
Ἀδρούμητος
ἁδρόχωρον
ἄδρυα
ἀδρυάς
ἅδρυνσις
ἁδρύνω
ἄδρυπτος
ἀδρύφακτος
ἁδύγλωσσος
ἁδυεπής
ἁδύλογος
ἁδυμελής
ἀδυναμέω
ἀδυναμία
ἀδύναμος
ἀδυνασία
ἀδυναστί
ἀδυνατέω
ἀδύνατος
View word page
ἁδύγλωσσος
sweet tongued
ShortDef
sweet tongued
Debugging
Headword:
ἁδύγλωσσος
Headword (normalized):
ἁδύγλωσσος
Headword (normalized/stripped):
αδυγλωσσος
IDX:
1312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1313
Key:
Data
{'content': 'sweet tongued'}