Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀριθμητικός
ἀριθμητός
ἀρίθμιος
ἀριθμοποιός
ἀριθμός
ἀριθμοστόν
Ἀρικιεύς
ἀρικύμων
ἄριμα
Ἀριμασποί
Ἀριμασπός
ἀρίμηλον
Ἄριμοι
Ἀριοβαρζάνης
Ἀριόμαρδος
Ἄριος
ἀρίπικρος
ἀριπρέπεια
ἀριπρεπής
ἀρίς
ἄρις
View word page
Ἀριμασπός
Arimaspian, one-eyed

ShortDef

Arimaspian, one-eyed

Debugging

Headword:
Ἀριμασπός
Headword (normalized):
ἀριμασπός
Headword (normalized/stripped):
αριμασπος
IDX:
13122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13123
Key:

Data

{'content': 'Arimaspian, one-eyed'}