Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀριθμητής
ἀριθμητικός
ἀριθμητός
ἀρίθμιος
ἀριθμοποιός
ἀριθμός
ἀριθμοστόν
Ἀρικιεύς
ἀρικύμων
ἄριμα
Ἀριμασποί
Ἀριμασπός
ἀρίμηλον
Ἄριμοι
Ἀριοβαρζάνης
Ἀριόμαρδος
Ἄριος
ἀρίπικρος
ἀριπρέπεια
ἀριπρεπής
ἀρίς
View word page
Ἀριμασποί
one-eyed

ShortDef

one-eyed

Debugging

Headword:
Ἀριμασποί
Headword (normalized):
ἀριμασποί
Headword (normalized/stripped):
αριμασποι
IDX:
13121
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13122
Key:

Data

{'content': 'one-eyed'}