Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρίθμησις
ἀριθμητέος
ἀριθμητής
ἀριθμητικός
ἀριθμητός
ἀρίθμιος
ἀριθμοποιός
ἀριθμός
ἀριθμοστόν
Ἀρικιεύς
ἀρικύμων
ἄριμα
Ἀριμασποί
Ἀριμασπός
ἀρίμηλον
Ἄριμοι
Ἀριοβαρζάνης
Ἀριόμαρδος
Ἄριος
ἀρίπικρος
ἀριπρέπεια
View word page
ἀρικύμων
prolific

ShortDef

prolific

Debugging

Headword:
ἀρικύμων
Headword (normalized):
ἀρικύμων
Headword (normalized/stripped):
αρικυμων
IDX:
13119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13120
Key:

Data

{'content': 'prolific'}