Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀδροσία
ἁδρόσφαιρος
ἁδροτής
Ἀδρούμητος
ἁδρόχωρον
ἄδρυα
ἀδρυάς
ἅδρυνσις
ἁδρύνω
ἄδρυπτος
ἀδρύφακτος
ἁδύγλωσσος
ἁδυεπής
ἁδύλογος
ἁδυμελής
ἀδυναμέω
ἀδυναμία
ἀδύναμος
ἀδυνασία
ἀδυναστί
ἀδυνατέω
View word page
ἀδρύφακτος
unfenced
ShortDef
unfenced
Debugging
Headword:
ἀδρύφακτος
Headword (normalized):
ἀδρύφακτος
Headword (normalized/stripped):
αδρυφακτος
IDX:
1311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1312
Key:
Data
{'content': 'unfenced'}