Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρίδηλος
ἀρίζηλος
ἀριζήλωτος
ἀριήκοος
ἀριθμέω
ἀρίθμημα
ἀρίθμησις
ἀριθμητέος
ἀριθμητής
ἀριθμητικός
ἀριθμητός
ἀρίθμιος
ἀριθμοποιός
ἀριθμός
ἀριθμοστόν
Ἀρικιεύς
ἀρικύμων
ἄριμα
Ἀριμασποί
Ἀριμασπός
ἀρίμηλον
View word page
ἀριθμητός
easily numbered, few in number
ShortDef
easily numbered, few in number
Debugging
Headword:
ἀριθμητός
Headword (normalized):
ἀριθμητός
Headword (normalized/stripped):
αριθμητος
IDX:
13113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13114
Key:
Data
{'content': 'easily numbered, few in number'}