Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρίδακρυς
ἀριδάκρυτος
ἀριδείκετος
ἀρίδηλος
ἀρίζηλος
ἀριζήλωτος
ἀριήκοος
ἀριθμέω
ἀρίθμημα
ἀρίθμησις
ἀριθμητέος
ἀριθμητής
ἀριθμητικός
ἀριθμητός
ἀρίθμιος
ἀριθμοποιός
ἀριθμός
ἀριθμοστόν
Ἀρικιεύς
ἀρικύμων
ἄριμα
View word page
ἀριθμητέος
to be reckoned, counted

ShortDef

to be reckoned, counted

Debugging

Headword:
ἀριθμητέος
Headword (normalized):
ἀριθμητέος
Headword (normalized/stripped):
αριθμητεος
IDX:
13110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13111
Key:

Data

{'content': 'to be reckoned, counted'}