Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀριαῖος
Ἀριανθίδης
Ἀριαράθης
ἀριβάσκανος
ἀριγνώς
ἀρίγνωτος
ἄριγος
ἀρίγων
ἀρίδακρυς
ἀριδάκρυτος
ἀριδείκετος
ἀρίδηλος
ἀρίζηλος
ἀριζήλωτος
ἀριήκοος
ἀριθμέω
ἀρίθμημα
ἀρίθμησις
ἀριθμητέος
ἀριθμητής
ἀριθμητικός
View word page
ἀριδείκετος
much shewn

ShortDef

much shewn

Debugging

Headword:
ἀριδείκετος
Headword (normalized):
ἀριδείκετος
Headword (normalized/stripped):
αριδεικετος
IDX:
13102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13103
Key:

Data

{'content': 'much shewn'}