Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁδροπόρος
ἁδρός
ἀδροσία
ἁδρόσφαιρος
ἁδροτής
Ἀδρούμητος
ἁδρόχωρον
ἄδρυα
ἀδρυάς
ἅδρυνσις
ἁδρύνω
ἄδρυπτος
ἀδρύφακτος
ἁδύγλωσσος
ἁδυεπής
ἁδύλογος
ἁδυμελής
ἀδυναμέω
ἀδυναμία
ἀδύναμος
ἀδυνασία
View word page
ἁδρύνω
to make ripe, ripen

ShortDef

to make ripe, ripen

Debugging

Headword:
ἁδρύνω
Headword (normalized):
ἁδρύνω
Headword (normalized/stripped):
αδρυνω
IDX:
1309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1310
Key:

Data

{'content': 'to make ripe, ripen'}