Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁδρόομαι
ἁδροπόρος
ἁδρός
ἀδροσία
ἁδρόσφαιρος
ἁδροτής
Ἀδρούμητος
ἁδρόχωρον
ἄδρυα
ἀδρυάς
ἅδρυνσις
ἁδρύνω
ἄδρυπτος
ἀδρύφακτος
ἁδύγλωσσος
ἁδυεπής
ἁδύλογος
ἁδυμελής
ἀδυναμέω
ἀδυναμία
ἀδύναμος
View word page
ἅδρυνσις
coming to maturity

ShortDef

coming to maturity

Debugging

Headword:
ἅδρυνσις
Headword (normalized):
ἅδρυνσις
Headword (normalized/stripped):
αδρυνσις
IDX:
1308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1309
Key:

Data

{'content': 'coming to maturity'}