Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρθρέμβολέω
ἀρθρεμβόλησις
ἀρθρέμβολον
ἀρθρικός
ἀρθριτικός
ἀρθρῖτις
ἀρθροκηδής
ἄρθρον
ἀρθροπέδη
ἀρθρόω
ἀρθρώδης
ἀρθρωδία
ἄρθρωσις
Ἀρία
Ἀριάδνη
Ἀριαῖος
Ἀριανθίδης
Ἀριαράθης
ἀριβάσκανος
ἀριγνώς
ἀρίγνωτος
View word page
ἀρθρώδης
well-jointed, well-knit

ShortDef

well-jointed, well-knit

Debugging

Headword:
ἀρθρώδης
Headword (normalized):
ἀρθρώδης
Headword (normalized/stripped):
αρθρωδης
IDX:
13087
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13088
Key:

Data

{'content': 'well-jointed, well-knit'}