Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁδρομερής
ἁδρόμισθος
ἄδρομος
ἁδρόομαι
ἁδροπόρος
ἁδρός
ἀδροσία
ἁδρόσφαιρος
ἁδροτής
Ἀδρούμητος
ἁδρόχωρον
ἄδρυα
ἀδρυάς
ἅδρυνσις
ἁδρύνω
ἄδρυπτος
ἀδρύφακτος
ἁδύγλωσσος
ἁδυεπής
ἁδύλογος
ἁδυμελής
View word page
ἁδρόχωρον
full

ShortDef

full

Debugging

Headword:
ἁδρόχωρον
Headword (normalized):
ἁδρόχωρον
Headword (normalized/stripped):
αδροχωρον
IDX:
1305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1306
Key:

Data

{'content': 'full'}