Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρεταλόγος
ἀρετάω
Ἀρετάων
ἀρετή
ἀρετηφόρος
ἀρετόομαι
ἀρή
ἀρηβώ
ἀρηγοσύνη
ἀρήγω
ἀρηγών
ἀρηΐθοος
ἀρηϊκτάμενος
Ἀρηΐλυκος
Ἀρήϊος
ἀρηΐφατος
ἀρηΐφθορος
ἀρηΐφιλος
ἀρημένος
ἀρήν
Ἀρήνη
View word page
ἀρηγών
a helper

ShortDef

a helper

Debugging

Headword:
ἀρηγών
Headword (normalized):
ἀρηγών
Headword (normalized/stripped):
αρηγων
IDX:
13051
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13052
Key:

Data

{'content': 'a helper'}