Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρέταιχμος
ἀρεταλογία
ἀρεταλόγος
ἀρετάω
Ἀρετάων
ἀρετή
ἀρετηφόρος
ἀρετόομαι
ἀρή
ἀρηβώ
ἀρηγοσύνη
ἀρήγω
ἀρηγών
ἀρηΐθοος
ἀρηϊκτάμενος
Ἀρηΐλυκος
Ἀρήϊος
ἀρηΐφατος
ἀρηΐφθορος
ἀρηΐφιλος
ἀρημένος
View word page
ἀρηγοσύνη
help, aid
ShortDef
help, aid
Debugging
Headword:
ἀρηγοσύνη
Headword (normalized):
ἀρηγοσύνη
Headword (normalized/stripped):
αρηγοσυνη
IDX:
13049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13050
Key:
Data
{'content': 'help, aid'}