Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁδροκέφαλος
ἁδρομερής
ἁδρόμισθος
ἄδρομος
ἁδρόομαι
ἁδροπόρος
ἁδρός
ἀδροσία
ἁδρόσφαιρος
ἁδροτής
Ἀδρούμητος
ἁδρόχωρον
ἄδρυα
ἀδρυάς
ἅδρυνσις
ἁδρύνω
ἄδρυπτος
ἀδρύφακτος
ἁδύγλωσσος
ἁδυεπής
ἁδύλογος
View word page
Ἀδρούμητος
Hadrumetus

ShortDef

Hadrumetus

Debugging

Headword:
Ἀδρούμητος
Headword (normalized):
ἀδρούμητος
Headword (normalized/stripped):
αδρουμητος
IDX:
1304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1305
Key:

Data

{'content': 'Hadrumetus'}