Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρεστήριος
ἀρεστός
ἀρετά
ἀρέταιχμος
ἀρεταλογία
ἀρεταλόγος
ἀρετάω
Ἀρετάων
ἀρετή
ἀρετηφόρος
ἀρετόομαι
ἀρή
ἀρηβώ
ἀρηγοσύνη
ἀρήγω
ἀρηγών
ἀρηΐθοος
ἀρηϊκτάμενος
Ἀρηΐλυκος
Ἀρήϊος
ἀρηΐφατος
View word page
ἀρετόομαι
become excellent, grow in goodness

ShortDef

become excellent, grow in goodness

Debugging

Headword:
ἀρετόομαι
Headword (normalized):
ἀρετόομαι
Headword (normalized/stripped):
αρετοομαι
IDX:
13046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13047
Key:

Data

{'content': 'become excellent, grow in goodness'}