Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁδρογραφία
ἁδροκέφαλος
ἁδρομερής
ἁδρόμισθος
ἄδρομος
ἁδρόομαι
ἁδροπόρος
ἁδρός
ἀδροσία
ἁδρόσφαιρος
ἁδροτής
Ἀδρούμητος
ἁδρόχωρον
ἄδρυα
ἀδρυάς
ἅδρυνσις
ἁδρύνω
ἄδρυπτος
ἀδρύφακτος
ἁδύγλωσσος
ἁδυεπής
View word page
ἁδροτής
strength

ShortDef

strength

Debugging

Headword:
ἁδροτής
Headword (normalized):
ἁδροτής
Headword (normalized/stripped):
αδροτης
IDX:
1303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1304
Key:

Data

{'content': 'strength'}