Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρέσκευμα
ἀρεσκεύομαι
ἀρεσκευτικός
ἀρεσκόντως
ἄρεσκος
ἀρέσκω
ἀρέσμιον
ἀρεστέον
ἀρεστήρ
ἀρεστήριος
ἀρεστός
ἀρετά
ἀρέταιχμος
ἀρεταλογία
ἀρεταλόγος
ἀρετάω
Ἀρετάων
ἀρετή
ἀρετηφόρος
ἀρετόομαι
ἀρή
View word page
ἀρεστός
acceptable, pleasing

ShortDef

acceptable, pleasing

Debugging

Headword:
ἀρεστός
Headword (normalized):
ἀρεστός
Headword (normalized/stripped):
αρεστος
IDX:
13037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13038
Key:

Data

{'content': 'acceptable, pleasing'}