Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρείων
ἄρεκτος
ἀρέομαι
Ἀρεοπαγίτης
Ἄρεος
ἄρεσις
ἀρέσκεια
ἀρέσκευμα
ἀρεσκεύομαι
ἀρεσκευτικός
ἀρεσκόντως
ἄρεσκος
ἀρέσκω
ἀρέσμιον
ἀρεστέον
ἀρεστήρ
ἀρεστήριος
ἀρεστός
ἀρετά
ἀρέταιχμος
ἀρεταλογία
View word page
ἀρεσκόντως
agreeably
ShortDef
agreeably
Debugging
Headword:
ἀρεσκόντως
Headword (normalized):
ἀρεσκόντως
Headword (normalized/stripped):
αρεσκοντως
IDX:
13030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13031
Key:
Data
{'content': 'agreeably'}