Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀρειοπαγίτης
Ἄρειος
Ἄρειος2
ἀρείτολμος
ἀρείφατος
ἀρείων
ἄρεκτος
ἀρέομαι
Ἀρεοπαγίτης
Ἄρεος
ἄρεσις
ἀρέσκεια
ἀρέσκευμα
ἀρεσκεύομαι
ἀρεσκευτικός
ἀρεσκόντως
ἄρεσκος
ἀρέσκω
ἀρέσμιον
ἀρεστέον
ἀρεστήρ
View word page
ἄρεσις
good pleasure, favour

ShortDef

good pleasure, favour

Debugging

Headword:
ἄρεσις
Headword (normalized):
ἄρεσις
Headword (normalized/stripped):
αρεσις
IDX:
13025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13026
Key:

Data

{'content': 'good pleasure, favour'}