Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρειμάνιος
Ἀρειμάνιος
ἀρέϊνος
Ἀρειοπαγίτης
Ἄρειος
Ἄρειος2
ἀρείτολμος
ἀρείφατος
ἀρείων
ἄρεκτος
ἀρέομαι
Ἀρεοπαγίτης
Ἄρεος
ἄρεσις
ἀρέσκεια
ἀρέσκευμα
ἀρεσκεύομαι
ἀρεσκευτικός
ἀρεσκόντως
ἄρεσκος
ἀρέσκω
View word page
ἀρέομαι
[(Ion.) > ἀράομαι]
ShortDef
[(Ion.) > ἀράομαι]
Debugging
Headword:
ἀρέομαι
Headword (normalized):
ἀρέομαι
Headword (normalized/stripped):
αρεομαι
IDX:
13022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13023
Key:
Data
{'content': '[(Ion.) > ἀράομαι]'}