Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀρειμανής
ἀρειμάνιος
Ἀρειμάνιος
ἀρέϊνος
Ἀρειοπαγίτης
Ἄρειος
Ἄρειος2
ἀρείτολμος
ἀρείφατος
ἀρείων
ἄρεκτος
ἀρέομαι
Ἀρεοπαγίτης
Ἄρεος
ἄρεσις
ἀρέσκεια
ἀρέσκευμα
ἀρεσκεύομαι
ἀρεσκευτικός
ἀρεσκόντως
ἄρεσκος
View word page
ἄρεκτος
unaccomplished

ShortDef

unaccomplished

Debugging

Headword:
ἄρεκτος
Headword (normalized):
ἄρεκτος
Headword (normalized/stripped):
αρεκτος
IDX:
13021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13022
Key:

Data

{'content': 'unaccomplished'}