Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀρεϊκός
ἀρειμανής
ἀρειμάνιος
Ἀρειμάνιος
ἀρέϊνος
Ἀρειοπαγίτης
Ἄρειος
Ἄρειος2
ἀρείτολμος
ἀρείφατος
ἀρείων
ἄρεκτος
ἀρέομαι
Ἀρεοπαγίτης
Ἄρεος
ἄρεσις
ἀρέσκεια
ἀρέσκευμα
ἀρεσκεύομαι
ἀρεσκευτικός
ἀρεσκόντως
View word page
ἀρείων
better, stouter, stronger, braver, more excellent
ShortDef
better, stouter, stronger, braver, more excellent
Debugging
Headword:
ἀρείων
Headword (normalized):
ἀρείων
Headword (normalized/stripped):
αρειων
IDX:
13020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13021
Key:
Data
{'content': 'better, stouter, stronger, braver, more excellent'}