Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀρειάω
Ἀρειθύσανος
Ἀρεϊκός
ἀρειμανής
ἀρειμάνιος
Ἀρειμάνιος
ἀρέϊνος
Ἀρειοπαγίτης
Ἄρειος
Ἄρειος2
ἀρείτολμος
ἀρείφατος
ἀρείων
ἄρεκτος
ἀρέομαι
Ἀρεοπαγίτης
Ἄρεος
ἄρεσις
ἀρέσκεια
ἀρέσκευμα
ἀρεσκεύομαι
View word page
ἀρείτολμος
warlike, bold
ShortDef
warlike, bold
Debugging
Headword:
ἀρείτολμος
Headword (normalized):
ἀρείτολμος
Headword (normalized/stripped):
αρειτολμος
IDX:
13018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-13019
Key:
Data
{'content': 'warlike, bold'}