Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἁδριανός
Ἀδρίας
ἄδριμυς
ἁδρόβωλος
ἁδρογραφία
ἁδροκέφαλος
ἁδρομερής
ἁδρόμισθος
ἄδρομος
ἁδρόομαι
ἁδροπόρος
ἁδρός
ἀδροσία
ἁδρόσφαιρος
ἁδροτής
Ἀδρούμητος
ἁδρόχωρον
ἄδρυα
ἀδρυάς
ἅδρυνσις
ἁδρύνω
View word page
ἁδροπόρος
with large pores

ShortDef

with large pores

Debugging

Headword:
ἁδροπόρος
Headword (normalized):
ἁδροπόρος
Headword (normalized/stripped):
αδροπορος
IDX:
1299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1300
Key:

Data

{'content': 'with large pores'}