Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀδριανός
Ἁδριανός
Ἀδρίας
ἄδριμυς
ἁδρόβωλος
ἁδρογραφία
ἁδροκέφαλος
ἁδρομερής
ἁδρόμισθος
ἄδρομος
ἁδρόομαι
ἁδροπόρος
ἁδρός
ἀδροσία
ἁδρόσφαιρος
ἁδροτής
Ἀδρούμητος
ἁδρόχωρον
ἄδρυα
ἀδρυάς
ἅδρυνσις
View word page
ἁδρόομαι
to come to one's strength

ShortDef

to come to one's strength

Debugging

Headword:
ἁδρόομαι
Headword (normalized):
ἁδρόομαι
Headword (normalized/stripped):
αδροομαι
IDX:
1298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1299
Key:

Data

{'content': "to come to one's strength"}